- λειχουδεύομαι
- ορέγομαι ένα φαγητό, λιγουρεύομαι2. (σχετικά με γυναίκα) ποθώ ερωτικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λειχούδης + κατάλ. -εύομαι με επίδραση αποθ. ρημάτων, όπως λιγουρεύομαι, (ο)ρέγομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιχνεύω — (AM λιχνεύω) [λίχνος] επιθυμώ να φάω εκλεκτά, ορεκτικά φαγητά, λειχουδεύομαι μσν. αρχ. μτφ. επιθυμώ σφοδρά, ορέγομαι, υπερεπιθυμώ («ἀγαπᾱν δ ἀγεννές καὶ λιχνεύειν τὴν ἀπὸ τοῡ λόγου δόξαν», Πλούτ.) αρχ. 1. τρώω λαίμαργα, είμαι λειχούδης 2. λείχω,… … Dictionary of Greek
λιχουδεύομαι — βλ. λειχουδεύομαι … Dictionary of Greek
προλιχνεύομαι — Α ορέγομαι, επιθυμώ κάτι πολύ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λιχνεύομαι «λειχουδεύομαι»] … Dictionary of Greek
προσλιχνεύομαι — Μ (αποθ.) επιθυμώ πολύ ή επιδιώκω κάτι επίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λιχνεύω, όομαι «επιθυμώ να φάω εκλεκτά φαγητά, λειχουδεύομαι»] … Dictionary of Greek